- ὑλοχαρήσει
- ὑλοχαρέωaor subj act 3rd sg (epic)ὑλοχαρέωfut ind mid 2nd sgὑλοχαρέωfut ind act 3rd sgὑ̱λοχαρήσει , ὑλοχαρέωfutperf ind mp 2nd sgὑ̱λοχαρήσει , ὑλοχαρέωfutperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.